Ζούμε μαζί με άλλους ανθρώπους, επιδρούμε πάνω τους, αντιδρούμε σε αυτούς. Αλλά πάντοτε και κάτω από όλες τις πιθανές συνθήκες, είμαστε μόνοι. Οι μάρτυρες πηγαίνουν στην αρένα πιασμένοι χέρι χέρι, αλλά σταυρώνονται μόνοι.
Αγκαλιασμένοι οι εραστές προσπαθούν απεγνωσμένα να ενώσουν τις μεμονωμένες τους εκστάσεις σε μια μοναδική υπέρβαση του εαυτού τους. Μάταια...Από την ίδια του τη φύση το κάθε πνεύμα είναι καταδικασμένο να υποφέρει και να απολαμβάνει μέσα στη μοναξιά. Οι αισθήσεις, τα αισθήματα, οι διαθέσεις, οι φαντασιώσεις- όλα αυτά είναι ιδιωτική υπόθεση και- είναι αδύνατο να μεταδοθούν παρά μονάχα με τη βοήθεια συμβόλων, κι οπωσδήποτε από δεύτερο χέρι. Οι πύλες της αντίληψης, Άλντους Χάξλεϋ
Μην αναβάλλεις: ουσιαστικός κανόνας της ζωής. Αλλιώς, κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος. Διώχνε κάθε σκέψη συγκαταβατική, συνένοχο, κλεφταποδόχα. Μην ξεχνάς πως δεν πρέπει μόνο την πνευματική συνήθεια ν’ αποχτήσεις, αλλά και τη σωματική. Σε καθετί υπάρχει και μια σωματική στάση. 23 Αυγούστου 1925. Μέρες, Α΄, Γιώργος Σεφέρης
Η υπερηφάνεια, παρατήρησε η Μαίρυ, η οποία καμάρωνε για τις εμβριθείς σκέψεις της, είναι πιστεύω πολύ συνηθισμένο ελάττωμα. Από όλα όσα έχω διαβάσει, είμαι μάλιστα πεπεισμένη ότι είναι εξαιρετικά συνηθισμένο το ότι η ανθρώπινη φύση είναι ιδιαίτερα επιρρεπής προς αυτό, και ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν τρέφουν ένα αίσθημα αυταρέσκειας, στη βάση του τάδε ή του δείνα προτερήματος, πραγματικού ή φανταστικού. Η υπερηφάνεια και η ματαιοδοξία είναι διαφορετικά πράγματα, αν και οι λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά σαν συνώνυμες. Κάποιος μπορεί να είναι περήφανος χωρίς να είναι ματαιόδοξος. Η υπερηφάνεια σχετίζεται περισσότερο με τη γνώμη που έχουμε με τον εαυτό μας, ενώ η ματαιοδοξία με τη γνώμη που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για μας. Υπερηφάνεια και Προκατάληψη, Τζέιν Ώστεν
Κάποιο δειλινό μπήκε με τους φίλους του σε ένα μικρό καφενείο, για να πιουν κάτι από το δείπνο. Δεν είχαν ξαναπάει εκεί. Τους άρεσε το ζεστό και φιλικό περιβάλλον, παρ’ όλο το βουητό από τις κουβέντες σε διάφορους τόνους. Ένας ηλικιωμένος, πολύ αδύνατος άντρας που καθόταν στο βάθος μόνος τράβηξε αμέσως την προσοχή τους. Έγραφε ασταμάτητα, σκυμμένος πάνω από μια στοίβα λευκές σελίδες, τις γέμιζε και μετά τσαλάκωνε τις περισσότερες και τις πετούσε το καλάθι των αχρήστων κάτω απ’ το τραπεζάκι του. Κάθε τόσο αναγκαζόταν να διακόψει το γράψιμο, μέχρι να του περάσει ένας δυνατός βήχας που τον έπιανε ξαφνικά και φαινόταν να τον ταλαιπωρεί πολύ. Ρώτησαν το γκαρσόνι ποιος ήταν.
«Ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Τα τρία χρόνια χρόνια που δουλεύω εδώ, έρχεται σχεδόν κάθε μέρα και κάθεται πάντα σε εκείνο το τραπεζάκι. Πίνει συνέχεια καφέδες ή τσάι και γράφει, μέχρι την ώρα που φεύγει».
«Τι γράφει;»
«Ποιήματα. Ακούω τους πελάτες να λένε πως είναι σπουδαίος, αλλά κανένας δεν πάει να του μιλήσει, σαν μην τολμούν να τον ενοχλήσουν. Δεν φαίνεται κιόλας να του αρέσει η συντροφιά. Παράξενος τύπος …μοναχικός και αγέλαστος».
«Και άρρωστος, μάλλον».
«Ναι, έτσι νομίζω και γω. Τον βασανίζει ο βήχας όλο και περισσότερο…»
Απόμειναν να κοιτάζουν συγκλονισμένοι τον ποιητή, που συνέχιζε να γράφει ανενόχλητος στο βάθος του βουερού καφενείου, λες και ζούσε σ’ έναν κόσμο δικό του, ξεκομμένο απ’ οτιδήποτε δεν τον ενδιέφερε. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσαν να τον εξηγήσουν, οι πληροφορίες του γκαρσονιού τους είχαν κόψει τη διάθεση για κουβέντες και καλαμπούρια.
Κωνσταντίνος Καβάφης… επανέλαβε νοερά ο Δημήτρης, πασχίζοντας να θυμηθεί αν είχε ξανακούσει αυτό το όνομα. Όχι, σίγουρα όχι, αλλιώς δεν θα το ξεχνούσα. Περίεργο, όμως, να μη μου το έχουν αναφέρει ποτέ ούτε ο Νίκος ούτε ο Γιώργος…
Ρώτησε τον Πιερίδη μόλις συναντήθηκαν το επόμενο Σάββατο.
«Αλήθεια… τώρα που το λες, δεν έτυχε. Είναι πραγματικά πολύ μεγάλος ποιητής! Ιδιόρρυθμος…»
«Τον ξέρεις προσωπικά;»
«Έχουμε γνωριστεί απλώς. Τον συνάντησα όλη κι όλη μια φορά, στην Αλεξάνδρεια. Δεν ταξιδεύει σχεδόν καθόλου. Έχω να τον δω πολύ καιρό…»
«Φαίνεται άρρωστος. Είναι πολύ αδύνατος και βήχει».
«Λυπάμαι που το ακούω. Εύχομαι να μην του συμβαίνει κάτι σοβαρό. Έχει να δώσει ακόμα πολλά στην ελληνική ποίηση…» Με το άρωμα του Νείλου, Ειρένα Ιωαννίδου Αδαμίδου
Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα- μια μικρή τριήρης σε μια πάγχρυση θάλασσα-. Μπορεί μ' αυτήν ν' αρμενίζαμε για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε. Αγαμέμνων, Γ. Ρίτσος
|
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γυμνός, Ιούλιο μήνα, Οδυσσέας Ελύτης
Όσο οι άνθρωποι είναι λίγο πολύ νέοι και η μουσική παρτιτούρα της ζωής τους δεν είναι παρά στους πρώτους της ρυθμούς, μπορούν να συνθέσουν μαζί και να ανταλλάξουν μοτίβα, αλλά όταν συναντιούνται σε μια πιο ώριμη ηλικία, η μουσική τους παρτιτούρα είναι λίγο πολύ συμπληρωμένη και κάθε λέξη, κάθε αντικείμενο, σημαίνουν κάτι διαφορετικό στην παρτιτούρα του καθενός. Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, Μίλαν Κούντερα
Τα βιβλία δεν έγιναν για να τα πιστεύουμε, αλλά για να τα υποβάλλουμε σε έρευνα. Μπροστά σε ένα βιβλίο δεν θα πρέπει να αναρωτιόμαστε τι λέει, μα τι θέλει να πει, κάτι που οι παλιοί στοχαστές των ιερών βιβλίων είχαν κατανοήσει απόλυτα. Ο μονόκερως, έτσι όπως περιγράφεται σε αυτά τα βιβλία, κρύβει μια αλήθεια ηθική ή αλληγορική ή αναγωγική, που παραμένει αλήθεια. Όσον αφορά την κατά γράμμα αλήθεια που στηρίζει τις άλλες τρεις, θα πρέπει να εξετάσουμε τα εμπειρικά στοιχεία που γέννησαν αυτό το γράμμα. Το γράμμα είναι συζητήσιμο, έστω κι αν τα υπερκείμενα νοήματα παραμένουν ορθά. Το όνομα του ρόδου, Ουμπέρτο Έκο
Κοιτάζει κανείς προς τα πίσω, οπλίζεται και μαθαίνει. Κοιτάζει μπροστά και οραματίζεται το μέλλον. Όμως δεν παύει να γράφει και να γράφεται η ζωή του στον παρόντα χρόνο. Κι η δική μας ζωή είχε το δικό της χρώμα, την προσωπική μας σφραγίδα. Ζούσαμε στην ίδια πόλη τρεις φυλές. Χίλιες οικογένειες Ελλήνων, διακόσιες πενήντα Οσμανλήδων και εκατόν εξήντα Ιουδαίων. Δηλαδή περί τις εξίμισι χιλιάδες ψυχές. Κάθε φυλή κι ένας ξεχωριστός κόσμος, με τους δικούς του κώδικες και κανόνες. Με αντιθέσεις, διαμάχες, έχθρες, διαφωνίες, αλλά κι εκείνα τα στοιχεία τα οποία αναμφίβολα επέτρεπαν τη συνύπαρξη. Τρεις κόσμοι που καθημερινά κινούνταν στους ίδιους και ταυτόχρονα σε διαφορετικούς δρόμους και ρυθμούς. Μπλέκονταν οι δρόμοι, έσμιγαν, όμως την ίδια στιγμή το μικρό ή το μεγάλο γεγονός σ' έφερνε αντιμέτωπο με την ταυτότητα του "άλλου". ...
Η εικόνα του "άλλου" δεν κατάφερε να γίνει εμπόδιο στη φιλία μας ούτε όταν ήρθε ο καιρός του σχολείου και πρόβαλε πολύ πιο καθαρά και έντονα στη σκέψη μας. Τότε που οι δρόμοι μας χώριζαν κάθε πρωί και ξανάσμιγαν για πολύ λιγότερο χρόνο αργά το απόγευμα.
Εγώ άρχισα να πηγαίνω στην Αλληλοδιδακτική Σχολή και ο Νετζίπ στο Μεχτέπ. ...Ήμαστε πάντα μαζί. Εκεί ανταλλάσσαμε πληροφορίες για τα σχολεία μας και εν είδει χορωδίας διαλαλούσαμε τις γνώσεις που αποκομίζαμε. "Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, έψιλον..." εγώ το αλφάβητο, "έλιφ, μπε, πε, τε, σε, δζιμ..." ο Νετζίπ τον χετζά... Στην αριθμητική υπήρχε καλύτερος συγχρονισμός. "Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι... δέκα" φώναζα εγώ, και ο Νετζίπ συναγωνιζόταν σε ένταση: "Μπιρ, ικί, ετζ, ντορτ, μπες, αλτί... ον". Αργότερα το παιχνίδι έφτανε ως το "εκατό, διακόσια... χίλια", "γεζ, ικί γεζ... μπιν" αντίστοιχα για τον Νετζίπ. ...
Δοκιμάζαμε μάλιστα να αντιστρέψουμε τους ρόλους. "Μπεν, μπενίμ, μπανί, μπενί, μπεντέ" ξεφώνιζα με όλη μου τη δύναμη. "Εγώ, εμού, εμοί, εμέ, παρ' εμέ" ο Νετζίπ. Ιμαρέτ, Στη σκια του ρολογιού, Γιάννης Καλπούζος
Όταν θα τελειώσει τούτος ο φριχτός χειμώνας, θα γράψω μια τραγωδία που θ’ αρχίζει έτσι: «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ». Ύστερα θα παρουσιάζεται ο χορός. Παιδάκια σκελετωμένα που θα τραγουδάνε μόνο μια λέξη. Θα την τραγουδάνε σε μονότονο ρυθμό: «Πεινάω. Πεινάω» Τίποτε άλλο ως το τέλος, όσο θα κρατάει η τραγωδία. Ο Βίκτορας Ουγκό για να γράψει τους «Άθλιους» μεταχειρίστηκε χιλιάδες λέξεις. Εγώ θα μεταχειριστώ μόνο μία: το ρήμα πεινάω, που θα τα λέει όλα. Τα παιδάκια μου θα τραγουδάνε και κάθε πεινάω θα 'ναι και μια εικόνα. Ίσως να χρειαστεί να γράψω πολλούς τόμους, γιατί θα έχει πολλά «πεινάω». Δε χρειάζεται να τα γράψω με τη σειρά, δηλαδή πρώτα τούτο το «πεινάω» κι ύστερα το άλλο το «πεινάω» Αν θέλω αρχίζω από το τέλος. Τώρα εγώ σε ποιο «πεινάω» βρίσκομαι; Όταν ο ήλιος, Ζωρζ Σαρή (από τη Χριστίνα Κρικώνη, Γ2)
|
Comments (0)
You don't have permission to comment on this page.