| 
  • If you are citizen of an European Union member nation, you may not use this service unless you are at least 16 years old.

  • You already know Dokkio is an AI-powered assistant to organize & manage your digital files & messages. Very soon, Dokkio will support Outlook as well as One Drive. Check it out today!

View
 

Λευτεριά Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Page history last edited by esynergasia 10 years, 5 months ago

 

 

 

ΛΕΥΤΕΡΙΑ (ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ)

 

Στις 5 Δεκεμβρίου 1955 (17 ετών) πήγε αντάρτης στα βουνά της Πάφου. ΄Ηταν μια καλά προετοιμασμένη ενέργεια, αποτέλεσμα σοβαρού προβληματισμού και έντονων αισθημάτων, για τους ανθρώπους που αγαπούσε, για τα ιδανικά του, για την πατρίδα του, και για τη λατρεία του για την ελευθερία, που αποτύπωσε στο πηγαίο του ποίημα ΛΕΥΤΕΡΙΑ και που άφησε σαν αποχαιρετιστήριο στους συμμαθητές του:

 

ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς,
τη ΜΑΝΑ, τον ΠΑΤΕΡΑ,
μέσ' στα λαγκάδια πέρα,
και τις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη λευτεριά,
θα 'χω παρέα ΜΟΝΗ,
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι' αν είναι χειμωνιά,
θαρθεί το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,
σε πόλεις και χωριά.

Μα δεν μπορώ να καρτερώ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω - θάν' απάτη,
δε θάναι αληθινό.

Μέσ' στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο
βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν.

Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχ' αυτό ζητώ.

 

 


 

 

 

Συγκλονιστικό είναι το ποίημα του Φώτη Βαρέλη, που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας:

 

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.


Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.


Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.


Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.   

 

 

 

 

 

 

 

Τ’  αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Comments (0)

You don't have permission to comment on this page.