| 
  • If you are citizen of an European Union member nation, you may not use this service unless you are at least 16 years old.

  • You already know Dokkio is an AI-powered assistant to organize & manage your digital files & messages. Very soon, Dokkio will support Outlook as well as One Drive. Check it out today!

View
 

Δημιουργική Γραφή με τους Τίτλους των Κειμένων

Page history last edited by esynergasia 11 years, 2 months ago

 

Κάποια Χριστούγεννα

 

Ήταν Κυριακή πρωί, κάποια Χριστούγεννα, όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και αντίκρισα τη χιονισμένη κάτασπρη αυλή του απέναντι σπιτιού. Αυτό το σπίτι ήταν του κυρίου Βασίλη και ήταν ίσως το καλύτερο από τα υπόλοιπα στα γύρω ερημωμένα χωριά.      

     Ντύθηκα γρήγορα και έτρεξα αμέσως στην εκκλησία, στο άσπρο από το χιόνι ξωκλήσι. Εκείνη τη μέρα είχε λιτανεία για την καταστροφή των Ψαρών.

     Όταν τελείωσε η τελετή, όλα τα παιδιά μαζευτήκαμε στο προαύλιο, όπου μας περίμενε ο πιο αγαπημένος παππούλης του χωριού, ο κύριος Διγενής, που γεννήθηκε εις Σάμον 86 χρόνια πριν. Εκείνος μας διηγήθηκε την ιστορία του δαχτυλιδιού, για το οποίο σκοτώθηκαν έξι χιλιάδες νέοι από δόξα και θάνατο στο συρματόπλεγμα του αίσχους.

     Κάθε φορά που ακούμε αυτή την ιστορία, ξανάρχονται στη μνήμη μας οι θλιβερές στιγμές εκείνης της εποχής.

Ανδρομάχη Κ. - Αθηνά Σ.

 

 

 

Η συνάντηση

 

Είχα πάει να δω τον Καραγκιόζη στο ελληνικό θέατρο σκιών, μαζί με τη μάνα μου. Στο δρόμο, επιστρέφοντας, συνάντησα τον Τάκη-Πλούμα.

- Πού είσαι, κύριε Γιώργο, σχόλασες από το σχολείο;

- Ναι, Τάκη-Πλούμα, εδώ και ώρα. Πού πας τόσο βιαστικά;

- Πάω στην Άννα του Κλήδονα, που της είχα δανείσει το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ.

- Α, για κάτσε, πρέπει να το έχω μαζί μου, μου το έδωσε καθώς ερχόταν στο σπίτι μου. Την είχε φωνάξει η κυρά να τραγουδήσει ένα νανούρισμα στο γιο μου και μετά να της διαβάσει το βιβλίο "Οι Κυριακές στη θάλασσα".

- Να 'σαι καλά, δάσκαλε, είπε ο Τάκη-Πλούμας, παίρνοντας το βιβλίο.

Φαίη Κ. - Λίλια Π.

 

 

 

Το πώς η υγιής άμιλλα στον αθλητισμό μπορεί να καταστρέψει δύο οικογένειες

 

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα που ζούσε ήταν ένας απλός πολίτης. Ήταν μέλος στην τοπική ομάδα μιας κωμόπολης στη Γερμανία.

     Το μόνο μειονέκτημα του Κάσπαρ: ήταν οξύθυμος. Σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, όταν κατάφερε να εκτελέσει για πρώτη φορά σωστά την τρίπλα των ονείρων του, ο διαιτητής του έδωσε κόκκινη κάρτα. Ο Κάσπαρ ξεκίνησε ένα τσακωμό, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στα δικαστήρια. Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ήταν η εσχάτη των ποινών: και ο ποδοσφαιριστής και ο Αντρέας, ο διαιτητής, να εξοστρακιστούν στη γειτονική χώρα.

     Ο Κάσπαρ πήρε μαζί του, για συντροφιά, μια έκθεση της πολυαγαπημένης του κόρης με τίτλο: "Αναμνήσεις την Κωνσταντίνας από τη Γερμανία". Οι φράσεις που του έκαναν εντύπωση από την έκθεση ήταν οι: "Ξενιτεμένο μου πουλί" και "Θέλω να πα στην ξενιτιά".

     Και οι δύο, λοιπόν, έγιναν μετανάστες. Για τον όρο "μετανάστες" και οι δύο ένιωθαν ντροπή, οι οικογένειές τους, όμως, τους στήριζαν ολόψυχα. Τα δύο γράμματα της Χαράς, της γυναίκας του διαιτητή, και το γλυκό του κουταλιού της Καλλιπάτειρας, της γυναίκας του Κάσπαρ, τους έκαναν να νιώθουν, και ας ήταν μακριά, την οικογενειακή θαλπωρή.

     Έπειτα από λίγα χρόνια, η επιστροφή του Αντρέα και του Κάσπαρ οδήγησε στη συμφιλίωσή τους.

Ανδρονίκη Β. - Σοφία Μ.

 

 

 

Οι δυο φίλοι που τρώγαν το σταφύλι

 

Ξυπνάμε και η απέραντη θάλασσα ξυπνά μαζί μας, πίνοντας ήλιο κορινθιακό.

     Η γιαγιά μάς ετοιμάζει πρωινό πλούσιο, ενώ εμείς χουζουρεύουμε ακόμη. Αφού γευτήκαμε το πρωινό, ακολούθησε η ώρα του παιχνιδιού, μαζί με τους φίλους μας.

     Διασκεδάζουμε μες στην ησυχία αλλά και την ομορφιά των χαλασμένων γειτονιών. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μας, τριγυρνάνε στο μυαλό μας αναμνήσεις από την όμορφη πόλη της Αθήνας.

     Στο δρόμο προς το σπίτι, ενώ ήμασταν κουρασμένοι, αλλά και χαρούμενοι, συναντήσαμε ένα καλό παππού, που με υπερηφάνεια μάς είπε: "Οι δύο φίλοι που τρώγαν το σταφύλι". Στην αρχή απορήσαμε, αλλά έπειτα καταλάβαμε ότι ήθελε να μας περάσει ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο, που είναι η φιλία!

Θοδωρής Ν. - Σπύρος Μ.

 

 

 

Οι γάτες των φορτηγών τρέφονται από τους ναυτικούς. Είναι περήφανες και αργοκίνητες και συντροφιά τους ήταν οι άνθρωποι και τα δελφίνια.

     Αντίθετα, στα βουνά κυριαρχούσε ο λύκος. Τα βουνά ποτέ δεν είχαν γνωρίσει τόσο κρύο. Τα ζώα δεν μπορούσαν να αντέξουν. Ο λύκος, όμως, κατάφερε να επιβιώσει, αν και υπέφερε πολύ. Πολλά ζώα δεν κατάφεραν να ζήσουν, γιατί δεν ήταν συνηθισμένα σε αυτό το κρύο. Ο σκαντζόχοιρος και ο μεταξοσκώληκας είναι μερικά από αυτά τα άμοιρα ζώα.

Δήμητρα Κ.

 

 

 

Το Καλοκαίρι μας

 

Αγαπητέ μας φίλε,

μια Κυριακή του καλοκαιριού, βγαίνοντας από το σχολείο, όπου παίξαμε μπάλα, συναντήσαμε το θείο μου, το Γιάννη. Είχαμε περάσει ήδη τις διακοπές μας στην εξοχική Λευκάδα. Και μας προσκάλεσε για μια Κυριακή στην Κνωσό.

     Πήγαμε και περάσαμε όμορφα. Τα πρωινά πηγαίναμε για μπάνιο σε μια ερημική μαγευτική παραλία με καταγάλανα νερά. Στον κόλπο της παραλίας ήταν αραγμένο ένα πολυτελές σκάφος, με ιδιοκτήτη ένα Ιάπωνα επιχειρηματία, πασίγνωστο στον τομέα του πατέρα μου, την Ιατρική. Μας προσκάλεσε στο σκάφος του για φαγητό και μας μύησε στην ιαπωνική παραδοσιακή κουζίνα. Δοκιμάσαμε σούσι! 

     Στο τέλος του γεύματος, ο Ιάπωνας έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση συνεργασίας στον πατέρα μου, με την προϋπόθεση να συνεργαστούν στο Τόκυο. Και ο πατέρας μου δέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Έτσι, μετακομίσαμε εκεί.

Σταύρος Κ. - Γιώργος Κ. - Χρήστος Λ.

 

 

 

Γιατί;

 

Γιατί. Ένα ερώτημα που ποτέ δεν απαντήθηκε. Γιατί. Μια λέξη που γεννά τόσες πολλές απορίες. Γιατί. Μια ερώτηση που παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή μας καθημερινά.

     Ακόμα και για ένα παιδί που κοιμάται, το γιατί παίζει καθοριστικό ρόλο στα όνειρά του. Ας φανταστούμε, λοιπόν, μια ιστορία μαζί.      

     Κάποτε, σε μια πόλη μικρή ζούσαν δυο φίλοι, ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού. Οι μέρες περνούσαν και οι διακοπές πλησίαζαν στο τέλος τους. Και πάλι σχολείο... Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι θα είχαν και πάλι την αγαπημένη τους κυρία Νίτσα.

     Η πρώτη μέρα έφτασε! Ποιος θα τους το έλεγε ότι με το καλημέρα θα έκαναν Ιστορία. Μα γιατί; Θερμοπύλες; Ποιος είχε την όρεξη να μάθει για ιστορίες και πολέμους; Ήθελαν, απλώς, να πουν τα νέα τους και να ακούσουν τα αγαπημένα τους μαλαισιακά τραγούδια. Όλοι παραπονιόντουσαν, έκαναν φασαρία και μιλούσαν. Έτσι, η κυρία τούς χάρισε την πρώτη μέρα!

     Όταν έβγαιναν από το σχολείο, ο μικρός πρίγκιπας άκουσε το όνομά του. Ήταν η αλεπού, τον έψαχνε. Κάθισαν μαζί, μίλησαν, έπαιξαν...

     Κάποια στιγμή, όμως, η αλεπού έπρεπε να φύγει. Ο μικρός πρίγκιπας έμεινε μόνος. Γιατί, όμως, ο μπαμπάς του δεν ερχόταν;

Εύα Μ. - Ελεάνα Μ. - Αθηνά Π.

 

 

 

Πόλεμος ... Γιατί;

 

Πόλεμος, τίποτα χειρότερο. Κοιτάς γύρω και βλέπεις την καταστροφή. Χαλασμένες γειτονιές, ερημωμένα χωριά. Γιατί;

     Κατεβαίνω στην πλατεία. Έξι χιλιάδες νέοι περιμένουν το συσσίτιο. Περιμένουν, περιμένουν... Και γιατί περιμένουν; Ίσως, για μια φέτα ψωμί. Όχι, είναι πολύ! Δεν είναι για μια φέτα ψωμί. Το φαγητό το δίνουν με το γλυκό του κουταλιού. Τόσο πολύ!

     Ξάφνου τραντάζεται και πέφτει χάμω ένα παιδί. Ένα παιδί που τώρα πια κοιμάται. Κοιμάται, ναι, κοιμάται, αλλά πιο βαριά από ό,τι νομίζουμε! Κανείς δεν κάνει κάτι! Η μάνα του είναι εκεί. Κλαίει, σπαράζει, παρακαλάει, φωνάζει να έρθουν. Κανείς, όμως, δεν έρχεται.      

     Όταν πεθαίνει ένα παιδί, κανείς δε νοιάζεται. Γιατί; Έτσι, δεν πεθαίνει, απλώς, ένα παιδί, πεθαίνει το μέλλον όλο. Πώς μπορούν και κάθονται και το κοιτάνε; Ένα παιδί είναι ένα παιδί!

     Σε λίγο φεύγω. Περπατώ δίπλα στα καμένα κτίρια και τις καμένες ψυχές των ανθρώπων. Πτώματα πολλά, η Αθήνα γεμάτη πτώματα. Φτάνω στο σχολείο. Λειτουργεί. Μπαίνω μέσα. Ένας δάσκαλος και μερικά παιδιά. Χτυπά κουδούνι.

     Βγαίνοντας από το σχολείο, μιλάω με το δάσκαλο. Δημοφιλής στη γειτονιά, βοηθά όσους μπορεί. Περπατάμε σιγά σιγά στο δρόμο και ακούγονται φωνές: "Να ΄σαι καλά, δάσκαλε!". Ο Μιχαλάκης πετάγεται πάνω του. Δε θυμώνει, αντίθετα, ήρεμα και γλυκά βγάζει από την τσέπη του ένα μαντήλι. Έχει μέσα λίγο ψωμί, ελιές και τυρί. Του το δίνει. Το πρόσωπό του φωτίζεται!

     Φεύγω πάλι. Πηγαίνω στην κυρία Νίτσα. Με περιποιείται και μου βάζει να φάω. Τρώω - ίσως είναι η τελευταία ημέρα που θα έχω να φάω.

     Γυρίζω και πάλι στο σχολείο, μόνο που τώρα βλέπω το Μιχαλάκη ξαπλωμένο κάτω. Πάει και αυτός... Κάνει παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά. Κλείνει τα μάτια και πηγαίνει σε άλλους κόσμους, ίσως πιο καλούς - ποιος ξέρει...

Μυρτώ Δ.

 

 

 

 

 

 

 

Comments (0)

You don't have permission to comment on this page.