Δεν μπορούσα να διαβάσω άλλο. Βγήκα έξω στο μπαλκόνι, όλοι είναι στα κρεβάτια τους. Η ώρα είναι 12 και η πόλη είναι ακόμα ξύπνια, δεν έχει κοιμηθεί.
Ακούμπησα στα κάγκελα και κοίταξα το ολόκληρο, ολοφώτεινο φεγγάρι. Είναι τόσο φωτεινό, τόσο ολόκληρο, φωτίζει όλη την πόλη, αλλά...
Σε λίγο δε θα έχει πολύ φως. Το σκοτάδι θα το νικήσει. Το σκοτάδι. Το σκοτάδι υπάρχει παντού, σε όλες τις γωνιές, σε όλα τα σπίτια, σε όλους τους ανθρώπους. Σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων, διαφθορά, κακία, ψευτιά...
Το φεγγάρι με την αγάπη του, την ομόνοια, την πρόοδο, την αλληλεγγύη...
Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί έχουν λιγοστέψει οι καλοί άνθρωποι.
Κοιτάω δεξιά, δίπλα στο περίπτερο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι κρατιούνται χέρι-χέρι και περπατάνε.
Κοιτάω αριστερά, η μονοκατοικία του κυρίου Μιχάλη. Τα φώτα είναι ανοιχτά! Ο κύριος Μιχάλης βγήκε στο μπλακόνι του να μαζέψει το σκύλο του μέσα. Τον κλωτσάει, τον βρίζει. Μου ρίχνει μια άγρια ματιά και μπαίνει μέσα. Φοβήθηκα! Σκέφτηκα να μπω μέσα, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω το φεγγάρι!
Δεν μπορώ να πιστέψω πώς άλλαξε ο κόσμος. Πώς άλλαξαν οι άνθρωποι...
Πώς άλλαξα εγώ!
Αριστέα-Στεφανία Κ., Β2 - 7gymioa
Comments (0)
You don't have permission to comment on this page.